- ἰατικά
- ἰατικόςhealingneut nom/voc/acc plἰατικά̱ , ἰατικόςhealingfem nom/voc/acc dualἰατικά̱ , ἰατικόςhealingfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἰατικάς — ἰατικά̱ς , ἰατικός healing fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβαδιάτικα — τα η αμοιβή που καταβάλλουν οι κτηνοτρόφοι για τη χρήση ξένου λιβαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιβάδι + κατάλ. ιάτικα, (πρβλ. ληνιάτικα, λιμαν ιάτικα, μην ιάτικα)] … Dictionary of Greek
μπαρμπεριάτικα — τα αμοιβή που δίνεται στον κουρέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαρμπέρης + κατάλ. ιάτικα (πρβλ. μην ιάτικα)] … Dictionary of Greek
χαμαλιάτικα — τα, Ν η αμοιβή τού χαμάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμάλης + κατάλ. ιάτικα που δηλώνει αμοιβή (πρβλ. αμαξ ιάτικα)] … Dictionary of Greek
αμαξιάτικα — τα τα χρήματα που πληρώνει κανείς για μια μεταφορά με άμαξα, τα αγωγιάτικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα ή αμάξι και παραγ. κατάλ. ιάτικα (πρβλ. αγωγιάτικα, καριάτικα, λιμανιάτικα κ.τ.ό.] … Dictionary of Greek
αμπελιάτικα — τα 1. ο (καταργημένος) γεωργικός φόρος τής αμπέλου 2. η αμοιβή τού αμπελοφύλακα 3. η δαπάνη για την καλλιέργεια τού αμπελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + κατάλ. ιάτικα «χρήματα, αμοιβή για...» (πρβλ. αμαξιάτικα, λιμανιάτικα κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ληνιάτικο — το η αμοιβή σε λάδι που καταβάλλει ο ελαιοπαραγωγός αντί χρημάτων σε ελαιοτρίβη για την έκθλιψη τών ελιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληνός + κατάλ. ιάτικο (πρβλ. λιβαδ ιάτικα, μην ιάτικο)] … Dictionary of Greek
μωλιάτικα — και μολιάτικα, τα το ποσό που πληρώνουν για τα έξοδα τού μώλου τα πλοία που προσορμίζονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < μώλος / μόλος + κατάλ. ιάτικα (πρβλ. μην ιάτικο)] … Dictionary of Greek